Πότε ενδείκνυται η διεξαγωγή μιας στεφανιαιογραφίας;
Σε ασθενείς οι οποίοι έχουνε τις παρακάτω ενδείξεις συνίσταται η διεξαγωγή μιας διαγνωστικής στεφανιαιογραφίας:
- Στηθάγχη (θωρακικός πόνος)
- Δύσπνοια
- Κόπωση
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Παθήσεις των καρδιακών βαλβίδων
- Ενδείξεις καρδιακού εμφράγματος
Πώς διεξάγεται η στεφανιαιογραφία;
Η εξέταση πραγματοποιείται σε ειδική μονάδα ακτίνων Χ, η οποία αναφέρεται επίσης και ως αιμοδυναμικό εργαστήριο.
Η εξέταση πραγματοποιείται είτε μέσω της αριστερής αρτηρίας του καρπού (από το χέρι) είτε μέσω της βουβωνικής αρτηρίας (από το πόδι). Ο ασθενής λαμβάνει τοπικό αναισθητικό στο πλησιέστερο σημείο προς την αρτηρία, που θα πραγματοποιηθεί η εξέταση.
Μετά εισάγεται ένα λεπτό σύρμα στην αρτηρία, το οποίο λειτουργεί ως οδηγός για το θηκάρι και τον καρδιακό καθετήρα, ο οποίος προωθείται μέχρι την καρδιά. Υπό τον έλεγχο των ακτίνων Χ, ο καθετήρας τοποθετείται στο σημείο όπου ξεκινούν τα στεφανιαία (καρδιακά) αγγεία και μέσω του καθετήρα εκχύνεται σκιαγραφικό υλικό στα αγγεία. Το σκιαγραφικό υλικό δείχνει με την χρήση ακτίνων Χ το εσωτερικό των αγγείων και έτσι, ο γιατρός με την κατάλληλη εμπειρία μπορεί να διαγνώσει αν υπάρχει κάποια στένωση ή ανωμαλία στην μορφολογία των αγγείων. Όταν ολοκληρωθεί η εξέταση, ο καθετήρας αφαιρείται και το σημείο διάτρησης της αρτηρίας στον καρπό του χειρός ή στη βουβωνική περιοχή, κλείνει με επίδεσμο.
Η διάρκεια της εξέτασης είναι συνήθως μεταξύ 10 έως 30 λεπτών και ο ασθενής παραμένει συνδεδεμένος με μονάδα παρακολούθησης καθ' όλη τη διάρκεια της εξέτασης. Η αρτηριακή πίεση, ο σφυγμός και ο κορεσμός του αίματος με οξυγόνο καταγράφονται και τεκμηριώνονται.
Πριν από μια προγραμματισμένη στεφανιαιογραφία, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ποια φάρμακα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω και ποια θα πρέπει ενδεχομένως να διακοπούν. Αυτό πρέπει να συζητηθεί εκ των προτέρων με τον θεράποντα ιατρό.
Υπάρχουν πέρα από την στεφανιαιογραφία εναλλακτικές μέθοδοι διάγνωσης;
Υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι, οι οποίες μπορούν να διαγνώσουν με μικρότερη ακρίβεια πιθανά προβλήματα χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της ακριβής απεικόνισης και εκτίμησης της στένωσης ή του προβλήματος στα στεφανιαία αγγεία και δεν δίνουν επίσης, τη δυνατότητα της επίλυσης του προβλήματος την ίδια στιγμή.
Η αξονική τομογραφία (CT) της καρδιάς μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τα στεφανιαία αγγεία και πιθανά προβλήματά τους με μια ακρίβεια της τάξεως του 80- 85%, ενώ η κλασική στεφανιαιογραφία έχει ακρίβεια της τάξης του 93-97%.
H μαγνητική τομογραφία (MR) μας δίνει την δυνατότητα να ελέγξουμε αν και κατά πόσον υπάρχει πρόβλημα αιμάτωσης της καρδιάς, πράγμα που έμμεσα σημαίνει ότι υπάρχει κάπου μία στένωση σε ένα από τα αγγεία, χωρίς όμως να μπορούμε να δούμε την μορφολογία των αγγείων ικανοποιητικά. Και αυτή η μέθοδος έχει ακρίβεια της τάξεως 80-85%.
Το ίδιο ισχύει και για την εξέταση θαλίου, με την οποία επίσης μπορούμε να δούμε αν υπάρχει πρόβλημα της αιμάτωσης της καρδιάς χωρίς όμως, πάλι, απεικόνιση των αγγείων. Και σε αυτή την περίπτωση, η ακρίβεια κυμαίνεται στο 80-85%.
Τέλος, υπάρχει και η δυνατότητα του τεστ κοπώσεως σε συνδυασμό με ταυτόχρονο υπερηχογράφημα, όπου και εδώ μπορούμε να αξιολογήσουμε πιθανά προβλήματα αιμάτωσης της καρδιάς, άρα πιθανής ύπαρξης στένωσης, πάλι όμως, χωρίς να μπορούμε να δούμε την μορφολογία των αγγείων.
Και σε αυτή την περίπτωση η ακρίβεια είναι της τάξεως του 80-85%.
Έτσι, σε ασθενείς με πολύ χαμηλή πιθανότητα στεφανιαίου προβλήματος αυτές οι εναλλακτικές μέθοδοι είναι μία καλή λύση για πρώτη εξέταση, αλλά σε ασθενείς οι οποίοι είτε έχουν ήδη διαγνωσμένη στεφανιαία νόσο είτε υψηλή πιθανότητα ύπαρξης στεφανιαίας νόσου, η κλασική στεφανιαιογραφία με την ταυτόχρονη δυνατότητα θεραπείας με μπαλονάκι και τοποθέτησης στεντ είναι η προτεινόμενη.